- θρασυστομία
- θρᾰσυστομ-ία, ἡ,A insolence, AP12.141 (Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασυστομία — θρασυστομία, ἡ (Α) [θρασυστομώ] αυθάδεια, αλαζονεία … Dictionary of Greek
θρασυστομίᾳ — θρασυστομίαι , θρασυστομία insolence fem nom/voc pl θρασυστομίᾱͅ , θρασυστομία insolence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυστομίας — θρασυστομίᾱς , θρασυστομία insolence fem acc pl θρασυστομίᾱς , θρασυστομία insolence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυστομίης — θρασυστομία insolence fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυφωνία — θρασυφωνία, ἡ (Α) [θρασύφωνος] η θρασυστομία* … Dictionary of Greek